-
1 επιχριω
1) намазывать, смазывать(τόξον ἀλλοιφῇ Hom.)
2) умащивать, натирать(παρειάς, med. χρῶτα ἀλοιφῇ Hom.; τοὺς ὀφθαλμούς NT.; ἐπικεχρισμένος ἐλαίῳ Arst.)
3) намазывать, покрывать(τιτάνῳ τι Luc.)
4) намазывать, втирать
См. также в других словарях:
Τιτάνῳ — Τίτανος a white earth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτάνῳ — τίτανος a white earth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίτανος — η, ΝΑ, και τίτανις, άνεως, και κατά τον Ησύχ. τέτανος, Α (λόγιος τ.) ασβέστης («λαβὼν τίτανον θερμὴν φύρασον ὄξει», πάπ.) αρχ. 1. γύψος («τιτάνῳ λευκῷ τ ἐλέφαντι», Ησίοδ.) 2. μαρμαρόσκονη («τιτάνου καταγέμουσα οἷος ἧν ὁ θεῑος, οπότε ξέοι τοὺς… … Dictionary of Greek